σκελετά

σκελετά
(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκίλλα».
————————
(II)
τα, Ν
βλ. σκελετός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκελετά — σκελετός dried up neut nom/voc/acc pl σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc/acc dual σκελετά̱ , σκελετός dried up fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”